- ἠπεροπευτής
- ἠπεροπ-ευτής, οῦ, ὁ,A a cheat, deceiver, of Paris (cf. sq.), γυναιμανές, ἠπεροπευτά ([dialect] Ep. voc.) Il.3.39, cf.h.Merc.282, etc.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ηπεροπευτής — ἠπεροπευτής, ό (Α) αυτός που πλανεύει, που ξεμυαλίζει τις γυναίκες και τίς καταφέρνει να συνάψουν μαζί του ερωτικό δεσμό («γυναιμανές, ἠπεροπευτά» Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηπεροπεύω. Ο τ. μαρτυρείται μόνο στην κλητική ηπεροπευτά] … Dictionary of Greek
ἠπεροπευτής — a cheat masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠπεροπευταί — ἠπεροπευτής a cheat masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠπεροπευτά — ἠπεροπευτά̱ , ἠπεροπευτής a cheat masc nom/voc/acc dual ἠπεροπευτής a cheat masc voc sg ἠπεροπευτής a cheat masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠπεροπευτάς — ἠπεροπευτά̱ς , ἠπεροπευτής a cheat masc acc pl ἠπεροπευτά̱ς , ἠπεροπευτής a cheat masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηπεροπεύς — ἠπεροπεύς, ( έως), επικ. γεν. ῆος, ό, θηλ. ἠπεροπηΐς (Α) ηπεροπευτής*. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. υποχωρητικός σχηματισμός από το ηπεροπεύω, το οποίο στην περίπτωση αυτή προέρχεται από αμάρτυρο *ηπέροψ που είναι ανερμήνευτο] … Dictionary of Greek